Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

είναι δύσκολο να τούς

  • 1 ευχαριστώ

    (α, ε) μετ.
    1) благодарить;

    σας ευχαριστώ — благодарю вас;

    ευχαριστώ πολύ — большое спасибо;

    2) быть благодарным, признательным;
    3) доставлять удовольствие, наслаждение, удовлетворять, радовать, быть приятным кому-л.;

    είναι δύσκολο να τούς ευχαριστήσεις όλους — на всех не угодишь;

    ευχαριστιέμαι [- — обμαι]

    1) — испытывать, получать удовольствие, удовлетворение; — наслаждаться;

    2) довольствоваться; быть удовлетворённым, довольным;

    ευχαριστιέμαι με τα λίγα — довольствоваться малым

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ευχαριστώ

  • 2 μέρος

    τό
    1) часть (целого);

    μέγα μέρος — большая часть;

    τό μεγαλύτερο (μικρότερο) μέρος — большая (меньшая) часть;

    συστατικό μέρος — составная часть;

    τό μέρος τού κτιρίου — часть здания;

    τα μέρη τού σώματος (της μηχανής) — части тела (машины);

    τα μέρη της μουσικής συμφωνίας — чисти симфонии;

    ένα μέρος τού κοινού — часть публики;

    του χάρισα ένα μέρος από τα χρέη του — я ему простил часть долгов;

    σε τρία μέρη — а) в трёх частях; — б) на три части;

    παίρνω ( — или λαμβάνω) μέρος σε ( — или είς) κάτι — принимать участие в чём-л., участвовать в чём-л.;

    2) сторона (в разн. знач);

    στο αριστερό μέρος — налево, слева, на левой стороне;

    στο απέναντι μέρος τού πόταμου — на противоположной стороне реки;

    από το ένα (άλλο) μέρος — с одной (с другой) стороны;

    παίρνω το μέρ κάποιου — становиться на чью-л. сторону;

    είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне;

    3) край, местность; сторона (разг);

    [είμαστε από το ίδιο μέρος — мы из одной местности;

    στο μέρος μας έχουμε πυρετούς — в наших краях имеется малярия;

    σ' εκείνα τα μέρη δεν χιονίζει ποτέ — в тех краях никогда не бывает снега;

    ωραίο μέρος γιά να χτίσει κανείς — чудесное место для постройки;

    4) отхожее место, уборная;
    5) театр, роль; партия (в опере);

    αυτό το μέρος είναι πολύ δύσκολο — эта роль, партия очень трудна;

    6):

    τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;

    § τα (Υψηλά) Συμβαλλόμενα Μέρη (Высокие) договаривающиеся стороны;

    τί μέρος τού λόγου είναι; — что за человек, что он из себя представляет?;

    εν μέρει — отчасти, частично;

    κατά μέρος ( — оставить) в стороне;

    (отбросить) в сторону;

    τ' αστεία κατά μέρ! — шутки в сторону;

    άφησε τούς δισταγμούς κατά μέρος — перестань стесняться, брось стесняться;

    αφήνω κατά μέρος — забросить, оставить;

    ! βάζω κατά μέρος — откладывать, приберегать (деньги);

    τον πήρα κατά μέρος — я его отвёл в сторону;

    εκ ( — или από) μέρους μου (του, σου κ.λ.π.) — а) от меня (тебя, него и т. д.); — от моего (твоего, его) имени;

    έχετε χαιρετισμούς εκ μέρους της — вам привет от неё;

    προσωπικά από ( — или εκ) μέρους μου — от меня (лично); — б) с моей (с твоей, с его) стороны;

    είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου — это очень мило с твоей стороны;

    επί μέρους — частично;

    οι (αί, τα) επί μέρους... — частные, особые, отдельные (вопросы, элементы и т. д.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέρος

См. также в других словарях:

  • αστρικά σμήνη — Αστέρες, που τα μεταξύ τους χαρακτηριστικά είναι όμοια, όπως όμοιος είναι ο τρόπος της κίνησής τους. Τα α.σ. είναι αθροίσματα αστέρων, οι οποίοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο σύνολο εξαιτίας της ομοιόμορφης κίνησης και της ομοιότητας των φασματικών… …   Dictionary of Greek

  • Μπαντού — (από το Μπα, πρόθημα ενδεικτικό του πληθυντικού και Ντου = άνθρωπος). Λαοί που είναι εγκατεστημένοι σε μεγάλο τμήμα της Μαύρης Αφρικής, από τις ατλαντικές ακτές του Καμερούν έως τις εκβολές του Τζούμπα, μέχρι του νότιου άκρου της ηπείρου, εκτός… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»